- ρουμανιστί
- Νεπίρρ. (λόγιος τ.) βλ. ρουμανικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρουμανικός — ή, ό και ρουμάνικος, η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ρουμανία ή στους Ρουμάνους («ρουμανική ιστορία») 2. (το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η Ρουμανική και τα Ρουμανικά η γλώσσα τών Ρουμάνων. επίρρ... ρουμανικά και ρουμάνικα και … Dictionary of Greek